Το έκθεμα του μήνα

Δείτε τα εκθέματα των περασμένων χρόνων

ΙΟΥΝΙΟΣ 2024

Η σεβάσμια θεά της φύσης

Loading....

Βοιωτικός πιθαμφορέας με παράσταση Πότνιας Θηρών
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Συλλογή Αγγείων αρ. ευρ. Α 220

Προέλευση: Από τάφο στη Θήβα, Βοιωτία
Διαστάσεις: ύψος: 0,86 μ.
Χρονολόγηση: 680-670 π.Χ.
Χώρος έκθεσης: Έκθεση Αγγείων, Αίθουσα 49

Στην κύρια πλευρά (Α) του βοιωτικού πιθαμφορέα ΕΑΜ Α 220, τύπου αγγείου με αποθηκευτική αλλά και ταφική χρήση, εικονίζεται η Πότνια Θηρών, η μεγάλη θεά της φύσης, πλαισιωμένη από λιοντάρια. Ένα μεγάλο ψάρι διακοσμεί το ποδήρες ένδυμα της μορφής, ενώ δίπλα της διακρίνονται ένα διαμελισμένο βοοειδές και πτηνά. Κυματιστές γραμμές ή φίδια πλαισιώνουν την κύρια παράσταση στα πλάγια. Η συμπερίληψη ζώων της γης, του νερού και των αιθέρων στην ίδια εικόνα πιθανόν υπογραμμίζει τον παντοδύναμο χαρακτήρα της θεότητας. Στην άλλη πλευρά του αγγείου (Β) παριστάνεται αετός που κυνηγά λαγό. Πλήθος γραμμικών παραπληρωματικών μοτίβων, όπως διάγραμμα και δικτυωτά τρίγωνα, ρόμβοι, σπείρες και αγκυλωτοί σταυροί, πληρούν τα διάκενα των παραστάσεων.

Ο πιθαμφορέας βρέθηκε σε τάφο κοντά στη Θήβα Βοιωτίας το 1890, μαζί με έναν αριθμό χάλκινων αντικειμένων, όπως πόρπες, βραχιόλια (ψέλια) και ένα διάδημα. Το αγγείο παραδόθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο από τη Συλλογή της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών. Αποτελεί έργο βοιωτικού εργαστηρίου του πρώιμου ανατολίζοντος ρυθμού.[1]

Πότνια Θηρών, δέσποινα των άγριων ζώων, είναι η ονομασία που αποδόθηκε σε εικόνες αρχετυπικών, γυναικείων θεϊκών μορφών της αρχαιότητας, που συνδέονται με την προστασία της φύσης και απαντούν συχνά σε πολιτισμούς της Ανατολής, στη συροπαλαιστινιακή περιοχή, αλλά και στην ευρύτερη Μεσόγειο. Ο όρος πότνια αποτελεί δήλωση σεβασμού. Απαντά στα ομηρικά έπη και σε άλλες αρχαίες ελληνικές πηγές. Χαρακτηρίζει την Άρτεμη (Ἰλιὰς, Φ 470), την Αφροδίτη (ἐρώτων πότνια: E. Fr. 781.16), την Ήρα (Ἰλιὰς, Α 551), την Κίρκη (Ὀδύσσεια, θ 448) και άλλες θεότητες και νύμφες. Στην Ελλάδα, μετά την προϊστορική περίοδο, η Πότνια Θηρών ουσιαστικά ταυτίστηκε με την Άρτεμη. Ενίοτε απεικονίζεται στην αρχαία τέχνη της Μεσογείου μία αντίστοιχη ανδρική μορφή, ο Πότνιος Θηρών.

Τα λιοντάρια αναφέρονται συχνά στην αρχαία ελληνική μυθολογία και εικονίζονται σε έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Θεωρούνται σύμβολα δύναμης και εξουσίας, καθώς και φυλακτήριες δυνάμεις, και οι απεικονίσεις τους σε αρχαιοελληνικά έργα έχουν θεωρηθεί εικονογραφικό δάνειο από πολιτισμούς της Ανατολής. Λιοντάρια αναφέρονται στην Ιλιάδα (Χ 262, Γ 23, Ε 140). Επιπλέον, σε ανασκαφές σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας έχουν πρόσφατα αναγνωριστεί σκελετικά κατάλοιπα ενός είδους λεόντων της Μεσογείου.

Ο αετός, σύμβολο του Δία, το τελειότατον των πτηνών (Ἰλιὰς, Θ 247), κατείχε σημαντική θέση στην αρχαία ελληνική μυθολογία και θρησκευτική πρακτική, όπως για παράδειγμα στη μαντεία (οἰωνῶν βασιλεὺς, Αισχύλος, Ἀγαμέμνων, 113), μαζί με άλλα πτηνά.

Το διαμελισμένο βοοειδές πιθανότατα αποτελεί συμβολική δήλωση θυσιαστήριας πρακτικής, ενώ τα εικονιζόμενα πτηνά και ο λαγός σχετίζονται γενικά με την άγρια πανίδα ή και το κυνήγι.

Η αρχαία ελληνική θρησκευτική αντίληψη και οι λατρευτικές τελετουργίες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τη φύση. Οι θυσίες ζώων, οι προσφορές απαρχών (πρώτων καρπών), η χρήση αρωματικών ελαίων, οι ποικίλες σπονδές, η καύση θυμιαμάτων και άλλες πρακτικές αποτέλεσαν μερικά από τα κύρια στοιχεία της αρχαίας λατρευτικής τελετουργίας. Σε αυτή μετείχαν, ως προσφορές και θυσιαστήρια θύματα, εκπρόσωποι της χλωρίδας και πανίδας, που συχνά συνδέονταν με τη θεότητα και τις ιδιότητές της, μέσω λατρευτικών μύθων.

Στην Ελλάδα, κατά την αρχαϊκή περίοδο (8ος – 7ος αιώνας π.Χ έως 480 π.Χ.), με τη ζωγραφική απόδοση μίας παντοδύναμης γυναικείας μορφής σε αγγεία, όπως στον πίθο αμφορέα ΕΑΜ Α 220, και σε άλλα αγγεία, όπως στον ανάγλυφο πίθο[2], κυκλαδικού εργαστηρίου ΕΑΜ Α 355, καθώς και σε τέχνεργα από διάφορες περιοχές, αποδιδόταν, τρόπον τινά, ένας εικονογραφικός φόρος τιμής στο πλούσιο και αειφόρο φυσικό περιβάλλον.

 

[1] Κατά την ύστερη γεωμετρική (8ος αιώνας π.Χ.) και την αρχαϊκή περίοδο (7ος έως πρώιμος 5ος αιώνας π.Χ.), αναπτύχθηκαν εμπορικές επαφές των κατοίκων του ελλαδικού χώρου, χερσαίου και νησιωτικού, με την Αίγυπτο, τη συροπαλαιστινιακή περιοχή, την Κύπρο και γενικά την ανατολική Μεσόγειο. Μαζί με τα εμπορεύματα από την Ανατολή, εισήχθησαν στην Ελλάδα, ανατολίζοντα φυτικά και ζωικά εικονογραφικά στοιχεία και μοτίβα, τα οποία αποτυπώθηκαν στην κεραμική και σε άλλες τέχνες, γνωρίζοντας παραλλαγές και μετατροπές. Ο ρυθμός κεραμικής και άλλων τεχνών που συμπεριλαμβάνει αυτά ή παρόμοια ανατολικά εικονογραφικά δάνεια ονομάστηκε ανατολίζων και η καλλιτεχνική τεχνοτροπία ανατολίζουσα.

[2] Ανάγλυφος πίθος κυκλαδικού εργαστηρίου[3] αρ. ευρ. Α 355. Στο λαιμό του αγγείου παριστάνεται η Πότνια Θηρών, η κυρίαρχη στη φύση θεά, με υψωμένα τα χέρια στη στάση της επιφαινόμενης, στεφανωμένη με άνθη και βλαστούς. Την πλαισιώνουν αντικριστά δύο ανορθωμένα λιοντάρια, χωρίς να την αγγίζουν, σε εικονογραφικό σχήμα που επιβιώνει από την κρητομυκηναϊκή καλλιτεχνική παράδοση και δύο μικρότερες γυναικείες μορφές, σε λατρευτική περίπτυξη. Στο σώμα του αγγείου, δύο ζώνες με ζαρκάδια που βαδίζουν και ελάφια που βόσκουν. Το θαλερό διάδημα, η στάση της θεάς και τα ζώα που παρίστανται δίπλα της τονίζουν τη θρησκευτική σχέση της μορφής με τη φύση.

[3]Πίθοι με ανάγλυφες παραστάσεις κατασκευάζονταν τον 7ο αιώνα π.Χ. σε διάφορες περιοχές, όπως στην Κρήτη, τη Ρόδο και τις Κυκλάδες με κέντρο πιθανόν την Τήνο. Επίσης, έχουν βρεθεί στη Δήλο και τη Μύκονο, τη Νάξο, τη Μήλο, τη Θήρα, τη Βοιωτία, την Ερέτρια, άλλες θέσεις της Εύβοιας, και την Αθήνα.

Δρ Μαρία Χιδίρογλου

 

Βιβλιογραφία

Arias P.E. – Hirmer M., 1963. A History of Greek Vase Painting, transl. & revised by B.B. Shefton, London, pl. 11.

Burkert W., 1993. Αρχαία ελληνική θρησκεία. Αρχαϊκή και Κλασική Εποχή (μετάφρ. Μπεζαντάκος Ν.Π. – Αβαγιανού Α.), Αθήνα.

Christou Chr., 1968. Potnia theron: eine Untersuchung über Ursprung, Erscheinungsformen und Wandlungen der Gestalt einer Gottheit, Thessaloniki.

Coldstream J.N., 1968. Greek Geometric Pottery. A Survey of Ten Local Styles and their Chronology, London.  

Coldstream J.N., 1977. Geometric Greece, London.

De Ridder A., 1898. Amphores béotiennes à reliefs, BCH 22 (1898), 439-471.

Fischer-Hansen T. – Poulsen B., 2009. From Artemis to Diana: The Goddess of Man and Beast, Danish Studies in Classical Archaeology, Acta Hyperborea 12, Copenhagen.

Giannopoulou M., 2010. Pithoi. Technology and history of storage vessels through the ages, Oxford, BAR International Series 2140, 41, 73, pl. 18.

Grace F.R., 1939. Archaic Sculpture in Boeotia, Cambridge, Harvard University Press.

Hampe R., 1936. Frühe griechische Sagenbilder in Böotien, Athen, DAI, pl. 17.

Hoenn K., 1946. Artemis. Gestaltwandel einer Göttin, Zürich, 24, fig. 1.

Καλτσάς Ν., 2001. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα Γλυπτά, Αθήνα.

Καράγιωργα Θ.Γ., 1970. Γοργείη κεφαλὴ. Καταγωγὴ καὶ νόημα τῆς γοργονικῆς μορφῆς ἐν τῇ λατρείᾳ καὶ τῇ τέχνῃ τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων, Αθήνα.

Kardara Chr., 1960. Problems of Hera’s Cult Images, AJA 64 (1960), 343-358.

Karouzou S., 1974 [1968]. National Archaeological Museum, Collection of Sculpture, Athens.

Levi D., 1945. Gleanings from Crete, AJA 49 (1945), 323-324.

Nilsson M.P., 1976. Geschichte der Griechischen Religion I2. Die Religion Griechenlands bis auf die griechische Weltherrschaft, München, 308, pl. 30,3.

Schäfer J., 1957. Studien zu den griechischen Reliefpithoi des 8.-6. Jahrhunderts v. Chr. aus Kreta, Rhodos, Tenos und Boiotien, Kallmünz.

Schefold K., 1964. Frühgriechische Sagenbilder, München.

Simon E. – Hirmer M., 1976. Die griechischen Vasen, München, pl. 16-17.

Spartz, E., 1962. Das Wappenschild des Herrn und der Herrin der Tiere in der minoisch-mykenischen und frühgriechischen Kunst, PhD thesis, Munich University.

Thomas, N.R., 2014. A Lion’s Eye View of the Greek Bronze Age, in G. Touchais, R.  Laffineur and F. Rougemont (eds.), PHYSIS: l’environnement naturel et la relation homme-milieu dans le monde égéen protohistorique. Actes de la 14e Rencontre égéenne internationale, Paris, Institut National d’Histoire de l’Art (INHA), 11-14 décembre 2012, Aegaeum 37, Leuven and Liege: 375-389.

Wide S., 1901. Mykenische Götterbilder und Idole, AM 26 (1901), 247-257.

Wolters P., 1892. Βοιωτικαὶ ἀρχαιότητες, ΑΕ 1892, 213-240.

Εγγραφή στο newsletter