Αρχαϊκή περίοδος

ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΑΓΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ
< ΟΛΕΣ ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Ο όρος αρχαϊκός επινοήθηκε τον 18ο αι. από ιστορικούς της τέχνης προκειμένου να χαρακτηρίσει την μεταβατική περίοδο της ελληνικής τέχνης μεταξύ της γεωμετρικής (9ος-8ος αι. π.Χ.) και της κλασικής εποχής (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Τα χρονικά όρια της αρχαϊκής περιόδου καλύπτουν σε γενικές γραμμές τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. (700-500 π.Χ.). Η λήξη των περσικών πολέμων (479 π.Χ.) σηματοδοτεί την μετάβαση στην επόμενη κλασική περίοδο.

Ο όρος αρχαϊκός είχε αρχικά αξιολογικό περιεχόμενο και εθεωρείτο ότι αποτελούσε απλώς το «πρωτόγονο» προανάκρουσμα της μεγάλης κλασικής τέχνης, κυρίως στην πλαστική. Σήμερα ο όρος έχει μόνο χρονολογική σημασία και αναφέρεται στην μεγάλη πολιτική, κοινωνική, οικονομική και καλλιτεχνική μεταμόρφωση του ελληνικού κόσμου κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ.

Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού κατά τον 8ο αι. π.Χ. και η ανάγκη εξεύρεσης περισσότερων πόρων οδήγησαν στην κατάρρευση της κοινωνικής οργάνωσης κατά γένη ή φυλές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφ΄ ενός την μεγάλη εξάπλωση του ελληνικού εμπορίου σε όλη τη Μεσόγειο και αφ΄ ετέρου την ανάδυση της πόλης-κράτους, που αναδείχθηκε στο βασικό κύτταρο πολιτικής και αστικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα, με αριστοκρατικό, ολιγαρχικό ή τυραννικό καθεστώς. Επίσης, με την βοήθεια νομοθετών, θεσπίζονται νόμοι, που βοηθούν στην αποτελεσματικότερη και δικαιότερη διοίκηση των πόλεων-κρατών και προσπαθούν να ρυθμίσουν τις μεταξύ τους διαρκείς διενέξεις.

Στην ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των πόλεων-κρατών βαρύνοντα ρόλο έχει η επίσημη ίδρυση των πανελλήνιων αγώνων, στην Ολυμπία ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. (Ολύμπια, 776 π.Χ.), τους Δελφούς (Πύθια, 590 π.Χ.), την Ισθμία (Ίσθμια, 582 π.Χ.) και την Νεμέα (Νέμεα, 573 π.Χ.), πολλών τοπικών, με επιφανέστερα τα Παναθήναια (Αθήνα, 566 π.Χ.) καθώς και θρησκευτικών-πολιτικών ενώσεων, των αμφικτιονιών (Δελφοί, Πανιώνιον, κλπ).

Τόσο στα αστικά όσο και στα θρησκευτικά κέντρα, οι πόλεις-κράτη και τύραννοι, όπως π.χ. ο Πεισίστρατος στην Αθήνα, ο Πολυκράτης στη Σάμο συναγωνίζονται στην ίδρυση εντυπωσιακών οικοδομημάτων και την εκτέλεση δημόσιων οικοδομικών προγραμμάτων.

Η ραγδαία αύξηση του εμπορίου, ιδιαίτερα με την Ανατολή, και ο αποικισμός, δηλ. η ίδρυση πλήθους αποικιών και εμπορικών σταθμών σε όλες τις μεσογειακές ακτές, έχει ως αποτέλεσμα την ευρύτερη χρήση του αλφαβήτου (είχε ήδη εισαχθεί τον 8ο αι. π.Χ. από τους Φοίνικες), και του νομίσματος από τους Λυδούς, προκειμένου να διευκολυνθούν οι εμπορικές σχέσεις.

Η προσαρμογή του αλφαβήτου στις ελληνικές διαλέκτους, εκτός από εμπορικούς σκοπούς οδήγησε στην μεγάλη διάδοση του γραπτού λόγου, με την καταγραφή των ομηρικών επών, την εμφάνιση της λυρικής ποίησης, τις πρώτες απόπειρες συστηματικής καταγραφής της ιστορίας (λογογράφοι) και την προσπάθεια κατανόησης του Κόσμου (ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι).

Η συνάντηση των Ελλήνων με τους ανατολικούς πολιτισμούς εμπλούτισε την ελληνική τέχνη με νέα εκφραστικά μέσα. Κατά τον 7ο αι. π.Χ. (Ανατολίζουζα περίοδος) οι Έλληνες υιοθετούν αιγυπτιακά και ανατολικά εικονογραφικά θέματα και ρυθμούς διακόσμησης (κούροι, μυθικά όντα, όπως γρύπες, σφίγγες), προσαρμοσμένους όμως στο δικό τους καλλιτεχνικό αισθητήριο. Η αρχαιότερη φάση της αρχαϊκής πλαστικής (δαιδαλική) χαρακτηρίζεται από μετωπικότητα και δυσαναλογία στην απόδοση των μερών του σώματος, βαθμιαία όμως επικρατεί η τάση προς φυσιοκρατικότερη απόδοση, ικανοποιώντας με την λεγόμενη «λανθάνουσα κίνηση», ένα από τα βασικότερα αιτήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, το «ζωτικόν φαίνεσθαι», δηλ., να φαίνεται ότι το γλυπτό ζεί ή κινείται.

Από τα κεραμικά εργαστήρια του 7ου αι. π.Χ. ξεχωρίζουν το κορινθιακό (πρωτοκορινθιακή κεραμική) και το πιο συντηρητικό αττικό (πρωτοαττική κεραμική). Αρχικά στην Κόρινθο (7ος αι. π.Χ.) και αργότερα στην Αθήνα (620 π.Χ. περ.) εμφανίζεται μελανόμορφος ρυθμός, δηλ ο τρόπος διακόσμησης αγγείων με μελανές μορφές και εγχάραξη για την απόδοση των λεπτομερειών. Τα κορινθιακά κεραμικά προϊόντα κυριάρχησαν στις μεσογειακές αγορές μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αι. π.Χ., οπότε έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στα ανώτερης ποιότητας αττικά μελανόμορφα αγγεία, τα οποία διακοσμούνται από μεγάλους ζωγράφους, όπως ο Ζωγράφος του Νέσσου, ο Σοφίλος, ο Λυδός, ο Άμασις και ο Εξηκίας.

Γύρω στο 530/520 π.Χ. επινοήθηκε στην Αθήνα ο ερυθρόμορφος ρυθμός στην κεραμική, όπου οι μορφές παραμένουν στο ερυθρωπό χρώμα του πηλού και προβάλλονται στο μελανό βάθος. Σπουδαιότεροι καλλιτέχνες είναι ο Ζωγράφος του Ανδοκίδη, και οι τρείς «Πρωτοπόροι» δηλ. ο Ευφρόνιος, ο Ευθυμίδης και ο Φιντίας.


Τα αντικείμενα της έκθεσης

Δείτε επίσης

Εγγραφή στο newsletter