Ελληνιστική περίοδος
Η τέχνη κατά την ελληνιστική εποχή (323-31 π.Χ.)
Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή έγινε αφορμή για την εκεί εγκατάσταση Ελλήνων εποίκων, οι οποίοι έφεραν μαζί τους τα ελληνικά έθιμα και τη θρησκεία και ένα πιο ελεύθερο πνεύμα από τα μητροπολιτικά κέντρα. Τα ανεξάρτητα βασίλεια, τα οποία προέκυψαν από το διαμελισμό της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, έγιναν τα νέα κέντρα της οικονομίας και του πνεύματος. Η ανάπτυξή τους στηρίχθηκε στην ελληνική γλώσσα, με τη μορφή της «Κοινής», και τη διαδεδομένη χρήση του νομίσματος.
Η μεγάλη πρόοδος στις θετικές επιστήμες ανέτρεψε και τις κρατούσες θρησκευτικές αντιλήψεις. Με τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις οι μορφωμένοι ανακαλύπτουν ένα κόσμο γεμάτο τάξη, συνέπεια και νόημα. Στο πλαίσιο βρίσκει απήχηση και η ιδέα ότι ο ηγεμόνας πρέπει να υπηρετεί το κράτος και το λαό του. Τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα προσβλέπουν στη θρησκεία ως μέσον σωτηρίας. Σε αυτήν την εποχή των αλματωδών αλλαγών εναποθέτουν τις προσδοκίες τους στην Τύχη, θεά των συμπτώσεων, στις μυστηριακές και τις ανατολικές λατρείες.
Το πνεύμα της εποχής αντικατοπτρίζεται στην τέχνη και την αρχιτεκτονική της περιόδου. Η τέχνη τώρα περισσότερο από ποτέ έχει κοσμικό χαρακτήρα και στρέφεται σε θέματα από την καθημερινή ζωή αλλά και από τον κόσμο του Διονύσου και της Αφροδίτης, με ειδυλλιακό ή δραματικό περιεχόμενο. Στη γλυπτική ο ρεαλισμός και η απόδοση των ατομικών χαρακτηριστικών των μορφών αντικαθιστά την ιδεατή ομορφιά και την αιώνια νεότητα. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσεται και η τέχνη του πορτραίτου. Οι νέες τάσεις κορυφώνονται με πραγματικά τρισδιάστατα έργα, με τα οποία συντελείται η κατάκτηση του χώρου. Στο τέλος της περιόδου διαφαίνεται ένας κλασικισμός στα έργα της πλαστικής. Πρέπει να συνδεθεί με τη σταδιακή κατάκτηση του ελληνικού κόσμου από τους Ρωμαίους, οι οποίοι τρέφουν ιδιαίτερη αγάπη για την τέχνη της κλασικής εποχής.
Πολυπληθής και πολυποίκιλη είναι και η μικροτεχνία και τορευτική αυτής της εποχής, τα έργα των οποίων χρησιμοποιούνται και για τη διακόσμηση των ανακτόρων και των πολυτελών ιδιωτικών κατοικιών. Ειδώλια και αγαλμάτια των παραδοσιακών και των νέων θεών, συχνά αντιγραφές ή μεταπλάσεις μεγάλων δημιουργιών του 4ου αι. π.Χ., παράγονται σε μάρμαρο ή χαλκό.
Κοσμήματα και οικιακά σκεύη από πολύτιμα και ημιπολύτιμα υλικά εξυπηρετούν την ανάγκη για χλιδή και προσωπική προβολή των κατόχων τους. Περίτεχνα διαδήματα, εξαίρετα περιδέραια, βαρύτιμα ενώτια και ζώνες, ψέλια για τα χέρια, χρυσά δακτυλίδια διακοσμούνται με θέματα από τη φύση και τη μυθολογία. Τα καθημερινά σκεύη, ιδίως εκείνα για το συμπόσιο, των ηγεμόνων και των πλουσίων αστών είναι χρυσά, αργυρά και χάλκινα. Στην τάση για πολυτέλεια και εκζήτηση εντάσσεται η χρήση γυάλινων σκευών, μιμούμενων στη μορφή αντίστοιχα μεταλλικά ή πήλινα. Τα πολυτελή αυτά αγγεία ανταγωνίζονται και εκτοπίζουν τα πήλινα, απλά μελαμβαφή ή διακοσμημένα με φυτικά ή γεωμετρικά θέματα από πηλό, περιστασιακά επίχρυσο. Χαρακτηριστικοί τύποι των τελευταίων είναι οι λάγυνοι, οι οινοχόες, τα μυροδοχεία, οι ανάγλυφοι σκύφοι, οι τεφροδόχες υδρίες τύπου Ηadra.
Η κοροπλαστική των ελληνιστικών χρόνων αντλεί το θεματολόγιό της από τη θρησκευτική και την καθημερινή ζωή, από τον χώρο του θεάτρου και της μουσικής. Παραπέμπει σε ατμόσφαιρα χαλάρωσης και ξενοιασιάς και σε ένα κόσμο προσανατολισμένο στο εφήμερο και την προσωπική ευδαιμονία.
Οι πόλεις, που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος και οι Διάδοχοί του, αναπτύσσονται σε συμμετρικά ορθογώνια τετράγωνα, όπως πρότεινε ο Μιλήσιος πολεοδόμος και φιλόσοφος Ιππόδαμος. Σε δημόσιους χώρους και ιερά κτίζονται τεράστιοι ναοί και στοές, βωμοί με μνημειακές κλίμακες και προσόψεις, πολυτελή ταφικά κτίσματα, θέατρα. Μαρτυρούν για την τάση για επίδειξη δύναμης και πλούτου εκ μέρους τω ιδρυτών και αναθετών τους. Οι ρυθμοί και τα επί μέρους στοιχεία για την πλούσια διακόσμησή τους δεν υπακούουν στους αυστηρούς κανόνες της κλασικής εποχής.