Το έκθεμα του μήνα
Χνάρια γυναικείων σανδαλιών…
Τα χάλκινα υπολείμματα
ενός ζεύγους υποδημάτων από την Αργολίδα
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Συλλογή Μεταλλοτεχνίας, αρ. ευρ. X 8414
Προέλευση: Από τάφο της Αργολίδας
Διαστάσεις: μήκος 0,024 μ., πλάτος 0,04-0,08 μ.
Χρονολόγηση: Μετά τον 3ο αιώνα π.Χ.
Χώρος έκθεσης: Έκθεση Συλλογής Χαλκών, Aίθουσα 38, προθήκη 56.
Δύο χάλκινα ελάσματα, κομμένα στο σχήμα του πέλματος είναι ό,τι απέμεινε από ένα ζευγάρι κομψά γυναικεία σανδάλια. Οι διαστάσεις τους αντιστοιχούν σε γυναικείο μέγεθος υποδημάτων (σημερινό νούμερο 36-37) και η προέλευσή τους, μας επιτρέπει να τα συσχετίσουμε με τα «αργεία σάνδαλα», γνωστά ως γυναικεία πολυτελή υποδήματα, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές. Το μικρό περιθώριο, ύψ. 0,007μ. στο περίγραμμά τους θα συγκρατούσε τη λεπτή ξύλινη σόλα. Η επιφάνεια που ερχόταν σε επαφή με το πέλμα θα ήταν καλυμμένη με δέρμα. Η εξωτερική κάτω επιφάνεια στηριζόταν πάνω σε 15 σιδερένια πλατυκέφαλα καρφιά ύψους περίπου 2,5εκ. τοποθετημένα σε κανονικά διαστήματα στην περιφέρεια. Στο περίγραμμά τους μπροστά, ανάμεσα στο πρώτο και δεύτερο δάκτυλο παρουσιάζουν τη χαρακτηριστική ελαφρά εσοχή, σύμφωνα με το συνήθη τύπο των ελληνιστικών χρόνων, όπως ακριβώς αποδίδεται στο σανδάλι της αισθησιακής Αφροδίτης, με το οποίο απειλεί τον ερωτοχτυπημένο Πάνα, στο μαρμάρινο σύμπλεγμα του 100 π.Χ. από τη Δήλο.
Το εύρημα των χάλκινων υπολειμμάτων από τις «σόλες» (καττύματα) του ζεύγους των σανδαλιών δεν εντυπωσιάζει με την πρώτη ματιά. Ωστόσο, είναι πολύτιμο και σπάνιο, γιατί αποτελεί ένα από τα λιγοστά δείγματα πραγματικών αρχαίων υποδημάτων που έχουν σωθεί. Τα περισσότερα προέρχονται από τάφους, ή έχουν βρεθεί σε ιερά και αποτελούν συνήθως γυναικεία αφιερώματα. Γνώσεις για τα υποδήματα των αρχαίων Ελλήνων, τις τεχνικές κατασκευής τους και για τα εργαστήρια των υποδηματοποιών αντλούμε από αρχαία κείμενα, αναπαραστάσεις σε αγγεία και ανάγλυφα, μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα. Μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα πήλινα αγγεία- ελαιοδοχεία σε σχήμα άκρου σανδαλοφόρου ποδιού. Σύμφωνα με την εικονογραφία των αρχαίων υποδημάτων, η ποικιλία των τύπων και των παραλλαγών τους είναι πλούσια, όσο και οι ισάριθμες ονομασίες τους, όπως μαρτυρείται από τους αρχαίους συγγραφείς. Το είδος, το σχήμα, ο τύπος και η αισθητική τους, ακόμη και η ονομασία τους, ποικίλει ανάλογα με τον τόπο, την εποχή, τις συνήθειες της κοινωνίας. Ο συνηθέστερος τύπος γυναικείων και ανδρικών υποδημάτων ήταν τα σανδάλια ή σάνδαλα, περίτεχνα αλλά και απλά πέδιλα, αποτελούμενα από τις σόλες, χοντρές ή λεπτές (τα καττύματα) που συγκρατούνταν με δερμάτινους ιμάντες στο πόδι. Οι ενδρομίδες ή εμβάδες, χαρακτηριστικά υποδήματα των ιππέων και των κυνηγών κάλυπταν το πόδι μαζί με την κνήμη σαν ένα είδος μπότας. Εκτός από αυτούς τους δύο βασικούς τύπους υποδημάτων υπήρχαν πολλά διαφορετικά είδη, όπως οι κρηπίδες[1], οι κόθορνοι[2], οι καρβατίνες[3] κ.ά.
Αρχαία έργα από τις Συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, διαφορετικά σε είδος και υλικό, μας δίνουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε την ποικιλία των τύπων των αρχαίων υποδημάτων και να παρακολουθήσουμε τη αισθητική τους, όπως διαμορφώθηκε στον κόσμο του υλικού πολιτισμού του παρελθόντος, που επέβαλλε και αυτός τις δικές του τάσεις στη μόδα της καθημερινότητας.
[1] Η κρηπίς : ήταν ένας ενδιάμεσος τύπος ανάμεσα σε σανδάλι και κλειστό χαμηλό υπόδημα με καρφιά στη σόλα και ιμάντες που ανεβαίνουν ψηλά και δένουν στην κνήμη. Τη φορούσαν κυρίως οι στρατιώτες, οι κυνηγοί και οι ταξιδιώτες.
[2] Ο κόθορνος : φοριόταν συχνά από γυναίκες και άνδρες. Ήταν ένα κλειστό υπόδημα που έφτανε πάνω από τον αστράγαλο, φτιαγμένο από τόσο μαλακό δέρμα που ταίριαζε και στα δύο πόδια. Ο κόθορνος ανήκε επίσης και στην ενδυμασία των τραγικών ηθοποιών. Θεωρούνταν μάλιστα ως το υπόδημα που ανακαλύφθηκε από τον Αισχύλο για την αύξηση του ύψους των θεών στις θεατρικές παραστάσεις, καθώς διέθετε υψηλή σόλα.
[3] Οι καρβατίνες : χοντρά υποδήματα για τους χωρικούς, κατασκευασμένα από ανθεκτικό δέρμα χωρίς σόλα.
Σαπφώ Αθανασοπούλου
Βιβλιογραφία:
Corso, Α., «Αρχαία Ελληνικά Υποδήματα», Αρχαιολογία και Τέχνες 82 (2002), 59-67.
De Ridder, Α., Catalogue des bronzes de la Societe Archeologique d’ Athenes, 1984, 490.
Erbacher, Κ., Griechisches Schuwerk, Wurzburg 1914, 25-45, σχέδ. 3-17.
Morrow, K.-D., Greek Footwear and the Dating of Sculpture, Madison,WI: University of Wisconsin Press, 1985, 63-64, 84-86, 114-117.
Πολυδεύκους, Ονομαστικόν VII 80-95.
Τουλούπα, Έ., «ΚΑΤΤΥΜΑΤΑ ΤΥΡΡΗΝΙΚΑ»-«ΚΡΗΠΙΔΕΣ ΑΤΤΙΚΑΙ», ΑΔ 28 (1973), A΄Μελέται, 134-135, πιν. 81 α.
Thompson, D.B., The House of Simon the Shoemaker, Archaeology 13 (1960), 234-240.
Χατζηδημητρίου Α., Παραστάσεις εργαστηρίων και εμπορίου στην εικονογραφία των Αρχαϊκών και Κλασικών Χρόνων, ΑΔ 92 (2005), 96-99.