Το έκθεμα του μήνα
Πανόραμα προσωπικοτήτων
Κυριακός Πιττάκης
Ο Κυριακός Πιττάκης, πρώτος Έλληνας Έφορος Αρχαιοτήτων, αφιέρωσε τη ζωή του στη σωτηρία, τη συντήρηση και τη δημοσίευση των ελληνικών μνημείων. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1798 και από 16 ετών άρχισε να ερευνά τα αρχαία μνημεία μαθητεύοντας κοντά στον Γάλλο υποπρόξενο Fauvel, δεινό αρχαιογνώστη και συλλέκτη.
Μετά την κήρυξη της Επανάστασης συμμετείχε στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών. Θεωρείται ότι με δικές του ενέργειες οι Αθηναίοι έστειλαν μολύβι στους πολιορκημένους εντός της Ακρόπολης Τούρκους, για να μην το αναζητούν στις μολυβδοχοήσεις των αρχαίων οικοδομημάτων καταστρέφοντάς τα. Το διάστημα 1824-1828 σπούδασε στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα, και ακολούθως επιδίωξε την ανάληψη θέσης σχετικής με την αρχαιολογία. Το 1832 διορίστηκε άμισθος «επιστάτης των εν Αθήναις αρχαιοτήτων» και κατόπιν «υποέφορος» Στερεάς Ελλάδας και έφορος του «Κεντρικού Δημοσίου Μουσείου διά τας αρχαιότητας». Από το 1848 έως τον θάνατό του, το 1863, διετέλεσε Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων.
Διέσωσε και περισυνέλεξε αρχαιότητες της Αθήνας πριν και μετά την Επανάσταση, καταρτίζοντας τις πρώτες αθηναϊκές συλλογές που αποτέλεσαν κατόπιν τον πυρήνα των συλλογών του Εθνικού Αρχαιολογικού και του Επιγραφικού Μουσείου, ενώ κατέγραψε και ανέσκαψε μνημεία και στην επαρχία. Κύριο έργο του υπήρξε η ανασκαφή της Ακρόπολης. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε για τη διατήρηση των μνημείων και την αναστήλωσή τους, με όσα τεχνικά μέσα και οικονομικούς πόρους διέθετε. Για να προφυλάξει από την αρπαγή ανάγλυφα και επιγραφές, τα εντοίχιζε σε ξύλινα πλαίσια («πίνακες») πακτώνοντάς τα με γύψο. Ο Πιττάκης αναπλήρωσε τις ελλείψεις στην επιστημονική του κατάρτιση με την εργατικότητα, τον πατριωτισμό, τον ενθουσιώδη ζήλο και την αγάπη του για τα αρχαία. Όπως έγραψε ο ίδιος, «Ὡς ἄνθρωπος πιθανῶς νὰ ὑπέπεσα εἰς λάθη, ἀλλ’ οὐδεὶς ἀναμάρτητος. Ὁ σκοπός μου ἦν τὸ κοινὸν καλὸν καὶ ἡ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης διάδοσις παντὸς Ἑλληνικοῦ γράμματος, χάριν τῆς Ἑλληνικῆς εὐκλείας».
Δρ. Χρυσάνθη Τσούλη
Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
Μαλούχου, Γ. – Α. Ματθαίου 2001. Χάριν της Ελληνικής ευκλείας. Κείμενα Κυριακού Πιττάκη, Αθήνα, Ελληνική Επιγραφική Εταιρεία.
Τσούλη Χ., «Κυριακός Πιττάκης: ο αγνός πατριώτης, ο άοκνος αρχαιοφύλακας, ο άγρυπνος έφορος», στο Μ. Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου – Θ. Κουτσογιάννης (επιμ.), Δι’ αυτά πολεμήσαμεν. Αρχαιότητες και Ελληνική Επανάσταση, κατάλογος έκθεσης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα, 266-275.
Ιωάννης Δημητρίου
Ο Ιωάννης Δημητρίου (Λήμνος 1826 – Αλεξάνδρεια 1892) έφυγε σε μικρή ηλικία στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με την οικογένειά του, όπου ασχολήθηκαν επαγγελματικά με την καλλιέργεια και το εμπόριο βαμβακιού, αποκτώντας πολύ μεγάλη για την εποχή περιουσία. Ο Δημητρίου ωστόσο μη ξεχνώντας τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε, μαζί με άλλους εύπορους Λημνίους της Αιγύπτου, χρηματοδότησε την ίδρυση σχολείων και την ανέγερση εκκλησιών στη Λήμνο και προέβη σε διάφορες αγαθοεργίες στο νησί. Το 1886, συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυση της Λημνιακής Αδελφότητας στην Αλεξάνδρεια. Η οικονομική ανόρθωση της Ελλάδος μέσω ευεργεσιών ήταν από τα βασικότερα μελήματα των επιφανών Ελλήνων Αιγυπτιωτών.
Υπήρξε λάτρης της αρχαιολογίας και συλλέκτης αρχαιοτήτων και αρχαίων νομισμάτων καθώς, λόγω της οικονομικής του ευρωστίας, κατόρθωσε να συλλέξει εξαιρετικά αρχαία αντικείμενα από όλες τις περιόδους του αιγυπτιακού πολιτισμού.
Το 1880 δώρισε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο την αιγυπτιακή συλλογή του, η οποία απαριθμούσε 3406 αντικείμενα, και λίγο αργότερα στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών μια συλλογή 10.000 Πτολεμαϊκών νομισμάτων.
Η Αρχαιολογική Εταιρεία τον αναγόρευσε «Επιτίμιον Πρόεδρόν» της, αναλαμβάνοντας την προσωρινή έκθεση της Αιγυπτιακής Συλλογής στο Πολυτεχνείο, καθώς η ανέγερση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί.
Με Βασιλικό Διάταγμα που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 28 Σεπτεμβρίου 1890, αποφασίστηκε η έκθεση της συλλογής στην κεντρική αίθουσα του Μουσείου, διακοσμημένη από τον διάσημο Γερμανό αρχιτέκτονα G. Kawerau, η οποία ονομάστηκε «Αίθουσα Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων Ιωάννου Δημητρίου του εκ Λήμνου», όπου τοποθετήθηκε και η προτομή του.
Το 2008, πραγματοποιήθηκε επανέκθεση της Αιγυπτιακής Συλλογής στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στις αίθουσες 40 και 41 με τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της μεγαλειώδους αρχαίας αιγυπτιακής ιστορίας, εκ των οποίων ένα πολύ μεγάλο μέρος οφείλεται στη δωρεά του Ιωάννη Δημητρίου.
Aργυρώ Γρηγοράκη
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Chrysikopoulos I. V., L’ Histoire des Collections d’ Antiquités Égyptiennes du Musée National d’ Athènes: les donateurs Ioannis Dimitriou et Alexandros Rostovitz, Actes du Neuvième Congrès International des Égyptologues. Genoble
Τζάχου-Αλεξανδρή Όλ., στο Ο κόσμος της Αιγύπτου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Αθήνα 1995.
Κωνσταντινίδου Αν., Ο ρόλος της διασποράς στη χώρα υποδοχής. Η πορεία της Ελληνικής Παροικίας στην Αίγυπτο, Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη 2015.
Μπελίτσος Θ., Αιγυπτιώτες Λήμνιοι Ευεργέτες. Εφημερίδα Λήμνος 2007, φ. 505.
Τομαρά-Σιδέρη Μ., Νεότερη Ελληνική Διασπορά και Λημνιακός Ευεργετισμός. Ομιλία στην ημερίδα «Ευεργέτες και δωρητές της Λήμνου και του Αγίου Ευστρατίου», Μύρινα 2017.
Όθων Ρουσόπουλος (1856-1922)
ο χημικός των μουσείων του κράτους και πατέρας της συντήρησης των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα.
Ο Όθων Ρουσόπουλος ήταν χημικός και πρωτοπόρος επιστήμων συντήρησης, καθώς και αρχαιομέτρης. Έζησε μια παράλληλη επαγγελματική ζωή ως ιδρυτής και διευθυντής της Εμπορικής και Βιομηχανικής Ακαδημίας για την πρακτική εκπαίδευση στελεχών βιομηχανίας, αλλά και ως επικεφαλής συντήρησης στα μεγαλύτερα μουσεία της Ελλάδας. Η συμβολή του αξιοποιήθηκε στα πιο σημαντικά εγχειρίδια συντήρησης της προπολεμικής Ευρώπης, ενώ η φήμη του έφτασε μέχρι την Αμερική.
Ξεκίνησε να εργάζεται στο Μουσείο της Ακρόπολης το 1888 όπου συντήρησε τα πολύχρωμα γλυπτά και τα χάλκινα ευρήματα και συνέχισε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 1901, με τα ευρήματα των Αντικυθήρων, την Μυκηναϊκή και την Αιγυπτιακή Συλλογή. Εισήγαγε μια καινοτόμο ηλεκτροχημική μέθοδο για τον καθαρισμό και την σταθεροποίηση των χάλκινων αρχαιοτήτων, το βερνίκι νιτρικής κυτταρίνης, τη χρήση πυριτικών και υδροξειδίου του βαρίου για την στερέωση του λίθου, και το 1913 καινοτόμησε με την πρόταση για χρήση ανοξείδωτου χάλυβα για την ενίσχυση των συγκολλήσεων στον λίθο, καθώς και άλλα υλικά και μεθόδους που χρησιμοποιούνται ακόμα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επιπρόσθετα, υποστήριξε τους αρχαιολόγους με τις αρχαιομετρικές του αναλύσεις στα εργαστήρια της Ακαδημίας του. Δημοσίευσε 23 άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά. Κατέβαλε κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία Χημείου (εργαστηρίου συντήρησης) στο μεγαλύτερο μουσείο της χώρας, το Εθνικό, αλλά ουδέποτε έλαβε την αναγνώριση που του έπρεπε. Αντίθετα κατηγορήθηκε για την απομάκρυνση της φυσικής πάτινας των χάλκινων αρχαιοτήτων. Η συνολική συμβολή του χάθηκε στη λήθη, σε μία χώρα που δεν διέθετε κανόνες δεοντολογίας, φορείς συντήρησης, έρευνα και επίσημη εκπαίδευση στη συντήρηση. Παρόλα αυτά, οι πρακτικές του συνεχίστηκαν ακόμα και όταν το όνομά του είχε προ πολλού ξεχαστεί.
Δρ. Γεωργιάννα Μωραΐτου
Βιβλιογραφία
Γ. Μωραΐτου, Ο Όθων Α. Ρουσόπουλος (1856-1922) και οι απαρχές της επιστημονικής συντήρησης των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, Αθήνα 2020.
Μιχαήλ Π. Βλαστός
Ιδρυτής της Εταιρείας των Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Ο Μιχαήλ Π. Βλαστός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1874, ωστόσο έζησε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία και κυρίως στη Γαλλία. Καταγόταν από την αρχοντική στρατιωτική οικογένεια των Βλαστών με βυζαντινές ρίζες στην Κωνσταντινούπολη και τη Χίο.
Στη Μασσαλία, όπου υπήρχε ακμαία ελληνική παροικία, ο Μιχαήλ Βλαστός ανέλαβε, στην αρχή του 20ού αι., τη διεύθυνση του υποκαταστήματος του μεγάλου διεθνούς εμπορικού οίκου των Αδελφών Ράλλη.
Οι πρώτες συστηματικές αρχαιολογικές αναζητήσεις του Βλαστού έχουν ως κέντρο τη Μασσαλία, όπου διέμενε, και τον Τάραντα, τη σπαρτιατική αποικία της Μεγάλης Ελλάδας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βλαστός δεν ήταν, όπως άλλοι μεγάλοι συλλέκτες της εποχής του, μεγιστάνας με τεράστια οικονομική επιφάνεια. Ήταν ένας ευκατάστατος αστός, με ευρύτατη μόρφωση και έντονο το ένστικτο του συλλέκτη. Αν και αυτοδίδακτος, είχε βαθιά και εμπεριστατωμένη αρχαιολογική παιδεία.
Μετά την επιστροφή του στη Ελλάδα (1933), ο Βλαστός
υπήρξε δωρητής, ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Εταιρείας των Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (1934). Απεβίωσε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1934. Το 1988, μετά το θάνατο της κόρης του συλλέκτη Πηνελόπης-Ιουλίας Βλαστού-Σερπιέρη, η Συλλογή του που αριθμούσε περί τα 760 αντικείμενα, κληροδοτήθηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στις αίθουσες 60-61 εκτίθενται 451 αντικείμενα της Συλλογής χρονολογούμενα από το 3000 π.Χ. μέχρι και τον 3ο αι. π.Χ. Τα περισσότερα προέρχονται από την Ελλάδα, κυρίως την Αττική, Βοιωτία και Κορινθία, ενώ ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι αρχαιότητες από τον Τάραντα. Καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια ώστε η πολυσχιδής προσωπικότητα του Βλαστού να προβληθεί μέσα από το πλουσιώτατο αρχείο του, το οποίο μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα των συλλεκτών αρχαιοτήτων του πρώτου μισού του 20ου αι.
Δρ. Γιώργος Γ. Καββαδίας