Το έκθεμα του μήνα

Δείτε τα εκθέματα των περασμένων χρόνων

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Πορτραίτα «Φαγιούμ»: Τα αιώνια πρόσωπα μιας κοσμοπολίτικης κοινωνίας

Loading....

Πορτραίτο αγοριού προεφηβικής ηλικίας

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Συλλογή Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων, αρ. ευρ. ΑΙΓ.1631

 

Προέλευση: Αίγυπτος, πιθανότατα από το Eρ-Ρουμπαγιάτ. Aπό τη δωρεά της συλλογής του Αιγυπτιώτη Ιωάννου Δημητρίου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 1880.

Διαστάσεις: Ύψος 26 εκ., Πλάτος 15 εκ., Πάχος 2 χιλ.

Χρονολόγηση: 3ο τέταρτο του 4ου αι. μ.Χ.

Χώρος Έκθεσης: Έκθεση Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων, Αίθουσα 40, Προθήκη 20

 

Πορτραίτο αγοριού προεφηβικής ηλικίας (9-13 ετών), ζωγραφισμένο με τέμπερα πάνω σε λινό ύφασμα με λεπτή επίστρωση γύψου και κόλλας.

Σε βάθος κυανότεφρο, το αγόρι εικονίζεται σε στάση τριών τετάρτων με ελαφριά κλίση του κεφαλιού προς τα δεξιά, κοιτάζοντας τον θεατή με τα μεγάλα εκφραστικά του μάτια, που λάμπουν με μια φλόγα αθάνατης ζωής. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι λεπτά και καλοσχηματισμένα. Το μακρύ άνω χείλος και το σαρκώδες μικρότερο κάτω χείλος μας παραπέμπουν σε πορτραίτα από το Ερ-Ρουμπαγιάτ[1] στην όαση του Φαγιούμ. Τα καστανόμαυρα μαλλιά που πλαισιώνουν το μέτωπο με βοστρύχους, γνώρισμα της ελληνικής παράδοσης, μαζεύονται στο πλάι σε αλογοουρά, τον λεγόμενο βόστρυχο του Ώρου[2], χαρακτηριστική αιγυπτιακή κόμμωση των παιδιών. O βόστρυχος των αγοριών κοβόταν στην εφηβεία, συνήθως κατά το 14o έτος της ηλικίας τους, σε μια διαβατήρια τελετή γνωστή με την ονομασία μαλλοκουρία, σηματοδοτώντας την είσοδο των εφήβων της αριστοκρατίας στο Γυμνάσιο, για να λάβουν την Ελληνική Παιδεία, κλειδί οικονομικής επιτυχίας και κοινωνικής εύνοιας. Το αγόρι φορεί λευκό χιτώνα με καστανόμαυρη ταινία (clavus) στις δύο πλευρές, γνώρισμα της ανώτερης τάξης στον ρωμαϊκό κόσμο, και υπόλευκο ιμάτιο τυλιγμένο στον αριστερό ώμο. Στο λαιμό του, σύμφωνα με αιγυπτιακά έθιμα είναι περασμένα από δερμάτινο κορδόνι τρία χρυσά περίαπτα φυλακτά: προτομές του θεϊκού ζεύγους Σάραπι-Ίσιδας και στο μέσον το φυλακτήριο, μια μικρή κυλινδρική θήκη[3].

Έργα ιδιαίτερα και μοναδικά μιας κοσμοπολίτικης, πολυπολιτισμικής κοινωνίας, οι ρεαλιστικές προσωπογραφίες ανδρών, γυναικών και παιδιών όλων των ηλικιών από την Αίγυπτο των ρωμαϊκών χρόνων[4], είναι γνωστά ως πορτραίτα Φαγιούμ[5] ή πορτραίτα μουμιών. Δημιουργήθηκαν από τον 1ο αιώνα μ.Χ. έως τον 3ο ή, σύμφωνα με άλλους μελετητές, μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ζωγραφίζονται σε κομμάτι ξύλου ή λινού υφάσματος από ανώνυμους αλλά λαμπρούς καλλιτέχνες με την εγκαυστική τεχνική[6] ή με τέμπερα[7], τεχνικές που προέρχονται από την αρχαιοελληνική ζωγραφική παράδοση. Αυτά, αν και στιλιστικά συνδέονται με την ελληνορωμαϊκή ζωγραφική παράδοση, δημιουργούνται για να εξυπηρετήσουν μια ανάγκη της αιγυπτιακής τελετουργίας, την αντικατάσταση της τρισδιάστατης νεκρικής μάσκας στα πρόσωπα των μουμιών[8].

Τα πορτραίτα Φαγιούμ, πιο εντυπωσιακά από ότι οι άλλες μορφές τέχνης, αντικατοπτρίζουν τις προσωπικότητες των εικονιζόμενων ατόμων της ανώτερης τάξης μιας κοσμοπολιτικής κοινωνίας[9], ενδεδυμένες ρόλους ανάλογα με τις περιστάσεις και τις δραστηριότητές τους. Στη ζωή, ως Έλληνες στην ταυτότητα, αγκάλιαζαν την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα. Στη ζωή, ως Ρωμαίοι που υπηρετούσαν στη διοίκηση και το στρατό, ακολουθούσαν την αυτοκρατορική μόδα στην ένδυση, την κόμμωση και τα κοσμήματα. Στον θάνατο, ως Αιγύπτιοι, επιθυμούσαν να ταφούν σαν μούμιες, όπως ο Όσιρις[10], εξασφαλίζοντας έτσι την αιωνιότητα.

 

 [1] Ερ –Ρουμπαγιάτ είναι η σύγχρονη ονομασία ενός χωριού στα βορειοανατολικά της όασης Φαγιούμ, που απέχει 50 χλμ. από το Κάιρο. Εκεί βρέθηκε η νεκρόπολη της Φιλαδέλφειας, περίφημης πόλης κατά τους Ελληνιστικούς – Ρωμαϊκούς Χρόνους, που κτίστηκε προς τιμήν του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου (282-246 π.Χ.).

[2] Ο λεγόμενος «βόστρυχος του Ώρου» είναι τύπος αιγυπτιακής κόμμωσης, σύμβολο της παιδικής ηλικίας στη φαραωνική Αίγυπτο, συνυφασμένος με το θεϊκό παιδί Ώρο, τον γιο του Όσιρι και της Ίσιδας. Ο Ρωμαίος συγγραφέας Λουκιανός αναφέρει ότι αυτή η κόμμωση ήταν τυπική των εφήβων της ανώτερης τάξης των τοπικών κοινωνιών της Αιγύπτου, που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο και διαφύλασσαν την ελληνική κληρονομιά.

[3] Η χρυσή κυλινδρική θήκη ήταν φυλακτό με μακρά παράδοση στην Αίγυπτο ήδη από το Μέσο Βασίλειο (δεύτερη χιλιετία π.Χ.). Το φυλακτήριο αποτελούσε το αγαπημένο κόσμημα παιδιών, κυρίως των αγοριών στην ρωμαϊκή Αίγυπτο και συνδεόταν με τη λατρεία του Αγαθοδαίμονα και του Σάραπι. Αφαιρούνταν κατά την τελετή της μαλλοκουρίας, στο 14ο έτος της ηλικίας των αγοριών.

[4] Μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο και τον θάνατο της περίφημης Πτολεμαίας βασίλισσας Κλεοπάτρας της 7ης το 30 π.Χ., η Αίγυπτος μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, διοικουμένη από τον Έπαρχο (Praefectus Aegypti) και της επιβλήθηκαν βαρύτεροι φόροι σε νόμισμα και σε σιτάρι, παγιώνοντας έτσι τον ρόλο της ως τον σιτοβολώνα της Ρώμης.

[5] Οι 1100 ρεαλιστικές προσωπογραφίες μουμιών είναι διάσπαρτες σε μουσεία και συλλογές σε όλον τον κόσμο. Αν και βρέθηκαν σε νεκροπόλεις σε πολλά μέρη της Αιγύπτου -από την παραλιακή πόλη της Mαρίνα ελ—Aλαμέιν, δυτικά της Αλεξάνδρειας, ως το Ασουάν στην Άνω Αίγυπτο- αναφέρονται με τη συμβατική ονομασία “Φαγιούμ”. Aπό τα τέλη της δεκαετίας του 1880, οι περισσότερες προσωπογραφίες προέρχονται από τις νεκροπόλεις των αρχαίων πόλεων και χωριών στην εύφορη όαση του Φαγιούμ, που επονομάζεται και “κήπος της Αιγύπτου”. Η καλή διατήρηση των πορτραίτων οφείλεται στο αμμώδες έδαφος και το ξηρό και ζεστό κλίμα της Αίγυπτου. Τα πορτραίτα Φαγιούμ αποτελούν το μεγαλύτερο σωζόμενο corpus έργων της νατουραλιστικής αρχαιοελληνικής ζωγραφικής παράδοσης και θεωρούνται πρόδρομοι των βυζαντινών εικόνων.

[6] Ο όρος «εγκαυστική» αναφέρεται σε όλες τις μεθόδους ζωγραφικής, όπου τα χρώματα αναμειγνύονταν με κρύο ή ζεστό κερί μέλισσας, αμιγές, ή ανάμικτο με σκληρυντικές ουσίες, όπως η ρητίνη. Το χρώμα απλωνόταν με πινέλο και στη συνέχεια ο ζωγράφος, για να δουλέψει τους τόνους και να προσθέσει βάθος, χάραζε την παχιά στρώση με σκληρά εργαλεία, το καυτήριο και το κέστρο.

[7] Ο όρος «τέμπερα» περιγράφει μια μέθοδο ζωγραφικής όπου υδροδιαλυτά χρώματα αναμειγνύονταν με συνδετικά υλικά, κυρίως ζωική κόλλα. Το χρώμα απλωνόταν επάνω σε ξύλο ή λινό στρώμα επικαλυμμένο με στρώμα ασβεστοκονιάματος (gesso), με λεπτό πινέλο και μικρές πινελιές, που σχηματίζουν χαρακιές και σταυροχαρακιές. Υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής μέθοδος ζωγραφικής, λόγω του μικρού κόστους της, σε σχέση με τη μέθοδο της εγκαυστικής και χαρακτηρίζεται από την ξεχωριστή ζωντάνια και φρεσκάδα των χρωμάτων της.

[8] Τα πορτραίτα Φαγιούμ δεν διατηρούν μόνο ζωντανή την εικόνα της προσωπικής εμφάνισης του νεκρού, χάρη στον άψογο ρεαλισμό και την αμεσότητα τους, αλλά αποτελούν σημαντικό μέρος του μαγικού νεκρικού εξοπλισμού των μουμιών της Ρωμαϊκής Αιγύπτου. Η προσωπογραφία τοποθετούνταν στη θέση του προσώπου του νεκρού, τη μόνη άλλωστε περιοχή που δεν καλυπτόταν από τις λινές ταινίες της πολυδάπανης ταρίχευσης. Σύμφωνα με τις ταφικές δοξασίες των αρχαίων Αιγυπτίων το πορτραίτο βοηθούσε τα δύο στοιχεία του ανθρώπινου πνεύματος, το Ka και το Ba, που απελευθερώνονταν από το σώμα μετά το θάνατο, να αναγνωρίσουν το νεκρό σώμα και να επανασυνδεθούν μαζί του με σκοπό την αιωνιότητα.

[9] Ήδη από τα χρόνια των Πτολεμαίων (305- 30 π.Χ), των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε πολλά μέρη της εύφορης κοιλάδας του Νείλου (και ειδικότερα στην όαση του Φαγιούμ που παραχωρήθηκε σε Έλληνες και Μακεδόνες βετεράνους σαν ανταμοιβή για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες), εγκαταστάθηκαν Έλληνες μετανάστες και εξελληνισμένοι απόγονοι ανθρώπων από χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, Εβραίοι, Σύριοι, Ασιάτες, αλλά και Νούβιοι. Αυτοί παντρεύονταν όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τους γηγενείς Αιγύπτιους των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, διαμορφώνοντας βαθμιαία μια κοσμοπολιτική κοινωνία με επίσημη γλώσσα την ελληνική και με έντονο το στοιχείο συγκρητισμού στις παραδόσεις και τη θρησκεία. Σε αυτήν την κοινωνία αργότερα προστέθηκαν και οι Ρωμαίοι, ως κατακτητές της χώρας, η οποία καθυποτάχτηκε στον Οκταβιανό Αύγουστο. Άλλωστε, οι προαναφερόμενες περιοχές αποτελούσαν προσφιλή μέρη εγκατάστασης των Ρωμαίων βετεράνων.

[10] Ο Όσιρις ήταν ο Αιγύπτιος θεός του θανάτου και της αναγέννησης.

 

Ελένη Τουρνά

Αρχαιολόγος

 

Bιβλιογραφία

Δήμητρα Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμέλεια), Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Κατάλογος Έκθεσης, Θεσσαλονίκη Οκτώβριος 2001-Ιανουάριος 2002. Αθήνα 2002, σελ. 381-382, αρ. 465 (Ε.Τουρνά).

Klaus Parlasca, Rittratti di Mummie, Repertorio darte dell΄ Egitto GrecoRomano, Serie B, vol. III (1980) p.66, no.671.

Ευφροσύνη Δοξιάδη, Τα πορτρέτα του Φαγιούμ, Αθήνα 1996.

Εγγραφή στο newsletter