Το έκθεμα του μήνα
Σελίδες από το ανασκαφικό ημερολόγιο Μυκηνών του Παναγιώτη Σταματάκη
Η ανασκαφή του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών από τον γερμανό αρχαιολόγο Heinrich Schliemann υπό την εποπτεία του εφόρου αρχαιοτήτων Παναγιώτη Σταματάκη το 1876, θάμπωσε με την αφθονία των πολύτιμων ευρήματων της ολόκληρο τον κόσμο (εικ. 1). Η περίφημη «προσωπίδα του Αγαμέμνονα», που απεικονίζει την αυστηρή, επιβλητική μορφή ενός άνδρα, ταυτίστηκε αρχικά από τον Schliemann με τον Ομηρικό βασιλιά που οδήγησε τους Αχαιούς στην Τροία. Ωστόσο σήμερα, γνωρίζουμε οτι οι νεκροί του Κύκλου Α ανήκουν στις πρώτες γενιές των Μυκηναίων ηγεμόνων που έζησαν κατά τον 16ο αι. π.Χ., τέσσερεις αιώνες τουλάχιστον πριν τη μεγάλη πολεμική σύρραξη που ταυτίζεται αρχαιολογικά με τον Τρωικό πόλεμο.
Αν και δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την βαθειά αγάπη του Σλήμαν για την ελληνική αρχαιότητα, την ιδιαίτερη ευφυΐα και την αναμφισβήτητη πρωτοπορία του σε θέματα όπως η φωτογραφική τεκμηρίωση και οι αρχαιομετρικές αναλύσεις, είναι γεγονός οτι οι περιγραφές του συχνά χαρακτηρίζονται από υπερβολές και αναχρονισμούς. Η συμβολή του ανασκαφικού ημερολογίου του Παναγιώτη Σταματάκη -ενός σπουδαίου αλλά δυστυχώς παραγνωρισμένου αρχαιολόγου-, έδωσε τέλος σε αρκετές από τις υπερβολές αυτές και αποκατέστησε την επιστημονική αξιοπιστία της ανασκαφής του Ταφικού Κύκλου Α. Με απαράμιλη μεθοδικότητα και επαγγελματική αφοσίωση ο Σταματάκης κατέγραψε τη θέση των νεκρών στους έξι τάφους του Κύκλου Α (I-VI) (εικ. 2), πληροφορίες για την κατάσταση των οστών, και ένα προς ένα όλα τα αντικείμενα στο σημείο όπου βρέθηκαν, με τις διαστάσεις τους, δίνοντας ουσιαστικά «ταυτότητα» στους πρώτους εκείνους Μυκηναίους άρχοντες (εικ. 3)[i].
Τα στοιχεία του ημερολογίου σε συνδυασμό με την ανθρωπολογική εξέταση των καταλοίπων του Κύκλου Α από μία διεπιστημονική ομάδα εγκεκριμένων ερευνητών, τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν σε μία σειρά άρθρων (Papazoglou-Manioudaki κ.ά. 2010, Dickinson κ.ά. 2012), μας επιτρέπουν σήμερα να αποκαταστήσουμε ανακρίβειες όπως αυτή που αναπαράγεται κατά καιρούς, βασισμένη σε μία περιγραφή του Σλήμαν, για την περίφημη «μούμια» του Τάφου V.
Στο περίφημο –τρίτομο- Λεύκωμα του για τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, παραθέτει στον πίνακα 203 (τόμος ΙΙΙ), μία ελαιογραφία της υποτιθέμενης «μούμιας» από τον Λακκοειδή τάφο V, σήμερα στην κατοχή του κ. Sinclair Hood (εικ. 4). Παρόλο που η ελαιογραφία δεν φαίνεται να απεικονίζει ταριχευμένη σορό, ήταν η αφορμή για τη γένεση ενός ακόμη μύθου που έως και σήμερα προκαλεί σύγχυση και ερωτηματικά.
Ο τάφος V περιείχε τις σορούς τριών ανδρών που ήταν πλούσια κτερισμένοι με όπλα, χρυσά κοσμήματα και πολύτιμα σκεύη (κατά τον Σταματάκη, T, Y και Φ, εικ. 5). Οι δύο από τους νεκρούς έφεραν χρυσές προσωπίδες και επιστήθια. Είναι χαρακτηριστικό οτι αρχικά την προσοχή του Schliemann προσέλκυσε ο νεκρός του βορινού άκρου (νεκρός «Φ» σύμφωνα με τον Σταματάκη). Μετά την αφαίρεση της προσωπίδας, σύμφωνα με την περιγραφή του Schliemann, αποκαλύφθηκε ένα «στρογγυλό πρόσωπο, με όλη τη σάρκα του, που είχε διατηρηθεί υπέροχα … και τα δύο μάτια ήταν απόλυτα ορατά», ωστόσο δεν το περιέγραψε ποτέ ως «μούμια». Οι ακριβείς λέξεις του ήταν ότι «το χρώμα του σώματος μοιάζει πολύ με αυτό μιας Αιγυπτιακής μούμιας» (Schliemann 1880, 296) και το περιέγραψε ως ένα «σχεδόν μουμιοποιημένο σώμα» μόνο αφού καλύφθηκε με οινόπνευμα και φυτική κόλλα («gum-sandarac») από έναν τοπικό φαρμακοποιό για λόγους συντήρησης (Schliemann 1880, 298, 454, 473).
Τα λείψανα του νεκρού Φ μεταφέρθηκαν στην Αθήνα μέσα σε γύψινο εκμαγείο και παρουσιάστηκαν ως μόνιμο έκθεμα στη Μυκηναϊκή έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε από σύντομες αναφορές σε οδηγούς της Μυκηναϊκής Συλλογής (Π. Καββαδίας 1894, 18, Β. Στάης 1909, 1926, Φιλαδελφεύς 1935, 62-3) αλλά και σε άλλες επιστημονικές εκδόσεις της εποχής (Chr. Tsountas – J. I. Mannat, The Mycenaean Age, London 1897, 95–6) που κάνουν λόγο για «σκελετικά κατάλοιπα». Η «μούμια» δεν αναφέρεται ούτε στον πρώτο μικρό οδηγό του Schliemann για τους θησαυρούς των Μυκηνών όπως εκτέθηκαν στο Πολυτεχνείο.
Το 1937, ο ανθρωπολόγος John Lawrence Angel ήταν ο πρώτος που μελέτησε κάποια σκελετικά κατάλοιπα του Ταφικού Κύκλου Α, στην αναφορά του όμως που τελικά έγινε γνωστή μόλις το 1973 -στο πλαίσιο της δημοσίευσης του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών (Μυλωνάς 1973)-, δεν αναφέρεται κάτι σχετικό με τη λεγόμενη «μούμια».
Όταν το περιεχόμενο του γύψινου εκμαγείου με τη σορό του νεκρού Φ διερευνήθηκε στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το 1997, βρέθηκε να περιέχει μικρές χάντρες από κεχριμπάρι και ελάχιστα φύλλα χρυσού και χαλκού, μαζί με πέντε δόντια και θραύσμα ισχιακού οστού λεκάνης, που μάλλον ανήκε σε γυναίκα (Δημακοπούλου 2002, 3, εικ. 2α, Dickinson κ. ά. 2012, 18). Η εξέταση δύο δοντιών έδειξε ότι ανήκουν σε γυναίκα Παρά τη συνεχιζόμενη έρευνα για τον εντοπισμό των λειψάνων του νεκρού Φ ανάμεσα στο σκελετικό υλικό που σώζεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, δυστυχώς δεν υπάρχει μέχρι σήμερα οριστική ταύτιση. Όλες οι ενδείξεις όμως, από την εποχή της ανασκαφής του Ταφικού Κύκλου Α έως σήμερα, μαρτυρούν μία παρερμηνευμένη περιγραφή του Schliemann που είναι μάλλον απίθανο να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (Papazoglou-Manioudaki κ.ά. 2010, 164-166).
Το σημαντικότερο επιχείρημα για τη μη ύπαρξη της «μούμιας» είναι οτι δεν αναφέρεται ούτε στη σχολαστική καταγραφή του Σταματάκη, ο οποίος περιορίζεται στην περιγραφή του ανατολικό-δυτικού προσανατολισμού του νεκρού Φ και των κτερισμάτων του, της χρυσής προσωπίδας και του επιστήθιου (εικ. 6), χωρίς να κάνει το παραμικρό σχόλιο για την κατάσταση των οστών. Η μαρτυρία του Σταματάκη έχει ιδιαίτερη βαρύτητα αφού όχι μόνο ήταν αυτόπτης μάρτυρας κατά την ανασκαφή του Τάφου V αλλά και ο κατεξοχήν αρμόδιος τόσο για τη μεταφορά των οστών και των κινητών ευρημάτων του Ταφικού Κύκλου Α στην Αθήνα όσο και για την επιμέλεια της έκθεσής τους στο Πολυτεχνείο (εικ. 7). Και όσο και αν η σχέση του με τον Σλήμαν ήταν διαταραγμένη, ο επαγγελματισμός και η ακεραιότητα που χαρακτήριζαν όλη του τη ζωή, δεν θα του επέτρεπαν να αποσιωπήσει ένα τέτοιο γεγονός.
Δρ Ελένη Κωνσταντινίδη-Συβρίδη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Δημακοπούλου, Κ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Συλλογή Προϊστορικών, Αρχαιολογικόν Δελτίον, Χρονικά, 52 (1997), 1-3, Αθήνα 2002.
Dickinson, O.T.P.K., Papazoglou-Manioudaki, L., Nafplioti, A. and Prag, A.J.N.W., Mycenae Revisited. Part 4: Assessing the new data, Annual of the British School at Athens 107 (2012), 1 – 28.
Konstantinidi-Syvridi, E., Paschalidis, C., The unacknowledged Panayotis Stamatakis and his invaluable contribution to the understanding of Grave Circle A at Mycenae, Archaeological Reports, vol. 65, Cambridge University Press, November 2019, 11-126.
Μυλωνάς, Γ. Ο Ταφικός Κύκλος Β των Μυκηνών, Αθήνα 1973, 384 κ.ε.
Papazoglou-Manioudaki, L., Nafplioti, A., Musgrave, J.S., Prag, A.J.N.W., Mycenae Revisited: The human remains from Grave Circle A at Mycenae. Part 3. Behind the masks: A study of the bones of Shaft Graves I-V, Annual of the British School at Athens 105 (2010), 157-224 (για τη «μούμια» 164, 165).
[i] Το ανασκαφικό ημερολόγιο Μυκηνών του Παναγιώτη Σταματάκη ανήκει στο αρχείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και έχει ήδη δρομολογηθεί η μετεγγραφή και μελέτη του προκειμένου o ανεκτίμητος αυτός θησαυρός να είναι σύντομα διαθέσιμος στο επιστημονικό και ευρύτερο κοινό.