Συλλογή Βλαστού-Σερπιέρη
776 αντικείμενα ελληνιστικών και γυάλινων αγγείων, ειδωλίων καθώς και χρυσών και αργυρών σκευών και κοσμημάτων
Ο Μιχαήλ Π. Βλαστός ήταν Έλληνας της Διασποράς. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1874. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία και κυρίως στη Μασσαλία.
Η αρχοντική στρατιωτική οικογένεια των Βλαστών έχει βυζαντινές ρίζες στην Κωνσταντινούπολη και την Χίο. Η παράδοση αναφέρει πώς ένας Βλαστός ήταν ένα από τα δώδεκα αρχοντόπουλα, που έστειλε με τις οικογένειες τους, από την Πόλη ο βυζαντινός Αυτοκράτορας Αλέξιος Β΄ Κομνηνός ο Πορφυρογέννητος (1180-1183), στην Κρήτη, προκειμένου να οργανώσουν την άμυνα του νησιού κατά των Αράβων και των πειρατικών επιδρομών. Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς το 1669, κλάδοι της οικογένειας διεσπάρησαν σε όλη την Μεσόγειο. Όσοι απόγονοι των Βλαστών παρέμειναν στην Κρήτη, πρωτοστάτησαν στα αλλεπάλληλα απελευθερωτικά κινήματα του νησιού. Άλλα μέλη της οικογένειας μετανάστευσαν στην Χίο, απ’ όπου διέφυγαν μετά την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους το 1822, την Δαλματία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Μασσαλία, όπου ακόμη και σήμερα διατηρείται το επώνυμο Βλαστός.
Στη Μασσαλία, όπου υπήρχε ακμαία ελληνική παροικία, ο Μιχαήλ Βλαστός ανέλαβε, στην αρχή του 20ού αι., την διεύθυνση του υποκαταστήματος του μεγάλου διεθνούς εμπορικού οίκου των Αδελφών Ράλλη, ο οποίος είχε ως έδρα του το Λονδίνο και διατηρούσε παραρτήματα στα μεγαλύτερα οικονομικά κέντρα της εποχής. Διακεκριμένοι Έλληνες μασσαλιώτες, με τους οποίους ο Βλαστός διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς, πρωταγωνίστησαν στην ίδρυση της Εταιρείας των Φίλων του Εθνικού Μουσείου. Το 1900 νυμφεύθηκε στη Μασσαλία την Ρεγγίνα Λιδωρίκη. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Παντελή και την Πηνελόπη-Ιουλία, μετέπειτα σύζυγο του Ιωάννη Σερπιέρη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βλαστός δεν ήταν, όπως άλλοι μεγάλοι συλλέκτες της εποχής του, μεγιστάνας με τεράστια οικονομική επιφάνεια. Ήταν, απλώς, ένας ευκατάστατος αστός, με ευρύτατη μόρφωση και τον χαρακτήριζε το ένστικτο του συλλέκτη στις συναλλαγές με τους αρχαιοπώλες της οδού Πανδρόσου. Αν και αυτοδίδακτος, η αρχαιολογική παιδεία του ήταν βαθιά. Την εποχή εκείνη ο ηθικός κώδικας που διείπε την συλλογή αρχαιοτήτων διέφερε σε πολλά από τον σημερινό. Ο τρόπος απόκτησης αρχαίων και η συνεργασία με αρχαιοπώλες, ακόμη και με αρχαιοκαπήλους, δεν ήταν κατακριτέος από όλη την επιστημονική κοινότητα, αφού ακόμη και έγκριτοι αρχαιολόγοι διατηρούσαν μικρές αρχαιολογικές συλλογές.
Το 1988 μαζί με τη συλλογή περιήλθε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, και το αρχείο του συλλέκτη, μέσα σε έξι μεγάλα κουτιά, που περιείχαν τετράδια και σκόρπια φύλλα με ιδιόχειρες σημειώσεις και σχέδια του Βλαστού, καθώς και φωτογραφίες αντικείμενων της συλλογής και του εσωτερικού του σπιτιού του. Το αρχείο περιλαμβάνει υλικό από την εποχή της ίδρυσης της Εταιρείας των Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπως νομικά έγγραφα, καταλόγους εισφορών, έντυπα και αποκόμματα εφημερίδων σχετικά με τις πρώτες δραστηριότητες της Εταιρείας και την πλούσια αλληλογραφία του συλλέκτη. Σε αυτήν παρελαύνουν διακεκριμένες προσωπικότητες της αρχαιολογίας του 20ού αι., όπως του Sir John Beazley, με τον οποίον ο Βλαστός ήταν στενός φίλος και συνεργάτης του Paul Jacobsthal του Humphry Payne, της Gisela Richter, του Ernst Buschor, του Sir Arthur Evans και πολλών άλλων. Μεγάλο μέρος του αρχείου αποτελείται από έγγραφα, που αφορούν στην τύχη της συλλογής, από τον θάνατο του Βλαστού την 4η Σεπτεμβρίου 1936 έως την εισαγωγή της στο Εθνικό Μουσείο. Στο αρχείο φυλάσσεται ακριβές αντίγραφο της διαθήκης του, μαζί με σχετικά έγγραφα, καθώς και έντυπο υλικό της εποχής, όπου αποτυπώνεται η εκτίμηση του αρχαιολογικού κόσμου στο πρόσωπο του Βλαστού και η θλίψη για το κενό που άφησε με τον θάνατό του.
Οι πρώτες συστηματικές αρχαιολογικές αναζητήσεις του Βλαστού έχουν ως κέντρο την Μασσαλία, όπου διέμενε, και τον Τάραντα, την σημαντικότατη σπαρτιατική αποικία της Μεγάλης Ελλάδας. Μέσα σε λίγα χρόνια ο Βλαστός σχημάτισε μία τεράστια για τον όγκο της, περίπου 10.000, συλλογή ταραντινών νομισμάτων, και εξαιρετική, ως προς την ποικιλία και την ποιότητα των κοπών. Παράλληλα, ήδη από το 1900, δώριζε νομίσματα στο Νομισματικό Μουσείο της Αθήνας. Δεν περιορίστηκε όμως μόνο στην συλλογή των νομισμάτων. Διατηρούσε συνεχή επαφή με κορυφαίους νομισματικούς της εποχής του, όπως ο Oscar Ravel, ο οποίος δημοσίευσε τον κατάλογο της νομισματικής συλλογής του το 1947. Αυτό, όμως, που ξεχωρίζει τον Βλαστό, από άλλους σύγχρονούς του συλλέκτες, είναι ότι προχώρησε ο ίδιος στην μεθοδική κατάταξη της συλλογής του και την δημοσίευση πολλών νομισματικών μελετών. Ακόμη και σήμερα, οι εργασίες του Βλαστού σχετικά με τα ταραντινά νομίσματα, θεωρούνται θεμελιώδεις. Η αυθεντία του Βλαστού έχαιρε τόσο μεγάλης αναγνώρισης, ώστε εκλήθη από τις ιταλικές αρχές να τακτοποιήσει την νομισματική συλλογή του Μουσείου του Τάραντα.
Στο τέλος του 1932 αποφάσισε να μετοικίσει στην Αθήνα. Τη νομισματική συλλογή την άφησε στον γιό του Παντελή, ο οποίος παρέμεινε στη Μασσαλία. Μετά τον θάνατο του Βλαστού, αυτή η μοναδική συλλογή εκποιήθηκε το 1947, και μέσω δημοπρασιών, κατέληξε σε πολλές ιδιωτικές συλλογές και μουσεία.
Στην Μασσαλία ο Βλαστός δεν περιορίστηκε στην συλλογή νομισμάτων. Εκεί σχημάτισε τον αρχικό πυρήνα της συλλογής αρχαιοτήτων, αγοράζοντας από δημοπρασίες και άλλες ιδιωτικές συλλογές αρχαιότητες προερχόμενες από την Ιταλία, ιδίως από τον Τάραντα, αλλά και αρχαία, που έφταναν σε αυτόν από την Ελλάδα.
Όταν τελικά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1933, ο Βλαστός έφερε μαζί του όσες αρχαιότητες -ελληνικές και ταραντινές- κατείχε, και αμέσως στράφηκε προς την εγχώρια αγορά. Σε μικρό χρονικό διάστημα τις πολλαπλασίασε με αποτέλεσμα η συλλογή του να αριθμεί, κατά την εποχή του θανάτου του, περί τα 760 αντικείμενα. Η συλλογή στεγάστηκε στο σπίτι του Βλαστού στην οδό Λυκείου 3 και Στησιχόρου.
Στο αρχείο Βλαστού περιλαμβάνεται το τετράδιο αγορών, που τηρούσε ο συλλέκτης συστηματικά και με χρονολογική σειρά, πριν καλά-καλά εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Η αξία των πληροφοριών που μας παρέχει αυτό το τετράδιο είναι μεγάλη. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε πλέον ότι τα θραύσματα του ταφικού πίνακα του Λυδού από τα Σπάτα (βλ. προθ. 8). αγοράστηκαν την 11η Σεπτεμβρίου του 1934 από τον αρχαιοπώλη Θεόδωρο Γιαννόπουλο αντί 4.483 δραχμών. Από τον ίδιο είχε αγοράσει την 17η Νοεμβρίου 1933 τα θραύσματα των ταφικών πινάκων του Σοφίλου αντί 2.900 δραχμών. Στο αρχείο υπάρχουν και μερικές αποδείξεις αγορών από γνωστά αρχαιοπωλεία της οδού Πανδρόσου.
Η σημαντικότερη αρχαιολογική συνεισφορά του Βλαστού είναι ένα άλλο τετράδιο. Σε αυτό τεκμηριώνεται η επιστημονική εμβρίθεια και ξεδιπλώνεται η σχεδιαστική, σχεδόν καλλιτεχνική, θα μπορούσε να υποστρηρίξει κανείς, δεινότητα του Μιχαήλ Βλαστού. Αυτές οι αρετές είναι εμφανείς και στις δημοσιευμένες νομισματικές εργασίες του. Ωστόσο, εδώ έχουμε, σε πρωτότυπο και άγνωστο υλικό, τον συνδυασμό των δύο. Το τετράδιο αυτό αποτελεί σχεδίασμα ενός ανολοκλήρωτου τόμου του Corpus Vasorum Antiquorum της συλλογής του. Όπως μαρτυρεί η αναγραφή στην πρώτη σελίδα, η συγγραφή άρχισε στην Μασσαλία την 25η Μαΐου 1931. Ο τόμος, που προετοίμαζε ο ίδιος ο Βλαστός, με την βοήθεια και τη στενή συνεργασία του Sir. J. Beazley, περιλαμβάνει 130 αγγεία της συλλογής. Τα σχολίαζε, παρέθετε εξαντλητική βιβλιογραφία, προσέθετε φωτογραφίες και, το κυριώτερο, τα σχεδίαζε ο ίδιος. Τα σχέδια του Βλαστού είναι έγχρωμες ακουαρέλλες, όχι μόνο υψηλής πιστότητας, αλλά και εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας και, χωρίς αμφιβολία, αποκαλύπτουν την παθολογική αγάπη και φροντίδα, που έδειχνε προς τα αντικείμενα της συλλογής του. Η χρησιμότητα αυτού του σχεδόν τελειωμένου Corpus είναι πολύ σημαντική, επειδή ο Βλαστός δημοσιεύει όλα τα διαθέσιμα αρχαιολογικά δεδομένα για κάθε αντικείμενο, δηλ. προέλευση, συνευρήματα, χρόνο αγοράς και όνομα αρχαιοπώλη.
Παράλληλα με την συλλεκτική και ερευνητική του δράση, ο Βλαστός πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Εταιρείας των Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, κατά τα πρότυπα των μεγάλων Μουσείων της αλλοδαπής, ιδίως του Λούβρου. Για το σκοπό αυτό, επιστράτευσε πολλούς φιλάρχαιους Αθηναίους καθώς και Έλληνες της Μασσαλίας. Ο Βλαστός εξελέγη πρώτος πρόεδρος της Εταιρείας, από την ίδρυσή της το 1934 μέχρι τον θάνατό του, το 1936. Ανάμεσα στα κατάλοιπα βρέθηκε το μεταλλικό πρότυπο της σφραγίδας της Εταιρείας των Φίλων, φιλοτεχνημένο και υπογεγραμμένο την 5η Μαρτίου 1934, από τον πολύ γνωστό καλλιτέχνη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Émile Ζιγιερόν (Gilliéron) Υιό. (προθ. 9) Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η Εταιρεία των Φίλων επέδειξε έντονη δραστηριότητα. Έως τον θάνατο του Βλαστού, αγόρασε και δώρησε στο Μουσείο πολλές αρχαιότητες, όπως π.χ. την οινοχόη αριθ. ΧΧΧΧ. Επίσης, δημοσίευε τις δραστηριότητές της σε ειδικό έντυπο δελτίο καθώς και στον αθηναϊκό τύπο. Από τις σπουδαιότερες δωρεές είναι η προσφορά των πολύ σημαντικών πρώιμων μελανόμορφων ταφικών αγγείων της Βάρης, δηλ. του αρχαίου δήμου του Αναγυρούντος (αίθουσα 50, προθ. 35-38). Στην αρχή του 1935, μόλις η Εταιρεία των Φίλων πληροφορήθηκε σχετικά με τις αρχαιοκαπηλικές δραστηριότητες στην περιοχή και την ύπαρξη στο εμπόριο αρχαιοτήτων του ταφικού συνόλου, προέβη αμέσως στην αγορά του, για λογαριασμό του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, κατόπιν υποδείξεως του διαπρεπούς αρχαιολόγου και διευθυντή της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας, Humphry Payne, με τον οποίο Βλαστός διατηρούσε φιλική σχέση.
Ο Βλαστός είχε ενεργή συμμετοχή στις υποθέσεις της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, εξελέγη ομόφωνα, την 7η Ιουνίου 1933, τακτικός Εταίρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας και στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους μέλος του Συμβουλίου της.
Ο θάνατος του Μιχαήλ Βλαστού την 4η Σεπτεμβρίου 1936 βύθισε στην θλίψη όλη την αρχαιολογική κοινότητα. Δημοσιεύματα στον ελληνικό και διεθνή τύπο εξήραν την προσωπικότητα και την προσφορά του. Συλλυπητήριες επιστολές προς την οικογένεια Βλαστού έφθαναν συνεχώς και επί μήνες μετά τον θάνατό του, υπογεγραμμένες από διαπρεπείς αρχαιολόγους.
Στο αρχείο υπάρχει αντίγραφο της διαθήκης του, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρεται η επιθυμία του να δωρηθεί η αρχαιολογική συλλογή του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Βλαστού και της συζύγου του Ρεγγίνας η περίφημη, από 776 αντικείμενα, συλλογή του περιήλθε στην κόρη του Πηνελόπη-Ιουλία, σύζυγο του Ιωάννη Σερπιέρη. Σε όλο το διάστημα που η Πηνελόπη-Ιουλία είχε στην κατοχή της τη συλλογή, από το θάνατο της μητέρας της έως το 1985, οπότε και η ίδια απεβίωσε, είναι άξια μνείας η φροντίδα που επέδειξε για τη διαφύλαξη της καθώς και η σωστή διαχείρισή της προς όφελος της επιστημονικής κοινότητας. Από το αρχείο πληροφορούμαστε ότι στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η συλλογή αποθηκεύτηκε στα υπόγεια του σπιτιού της. Αργότερα, όταν το σπίτι επιτάχθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, η συλλογή παραδόθηκε προς φύλαξη στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό.
Η συλλογή ήταν γνωστή στις κρατικές αρχές και ελεύθερα προσβάσιμη στην διεθνή αρχαιολογική κοινότητα. Η Βαρβάρα Φιλιππάκη, έφορος της Συλλογής Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που είχε αναλάβει την επιστημονική δημοσίευση της συλλογής, πρώτη την κατέγραψε πλήρως και μερίμνησε για την τακτοποίηση των αρχαίων σε προθήκες. Η συμβολή της Β. Φιλιππάκη, η οποία διατηρούσε προσωπικές σχέσεις με την Πηνελόπη-Ιουλία Σερπιέρη, υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα απόδοση της Συλλογής στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στη διάρκεια των χρόνων που η κόρη του Βλαστού είχε στην κυριότητά της τη συλλογή δεχόταν συχνά αιτήσεις από διάφορους αρχαιολόγους της εποχής, Έλληνες και ξένους, που ζητούσαν άδεια να μελετήσουν κάποιο από τα αντικείμενα συλλογής της. Η μελέτη της αλληλογραφίας μεταξύ της επιστημονικής κοινότητας και της οικογένειας Βλαστού μας δίνει τη δυνατότητα να ξαναζήσουμε τα στάδια της προετοιμασίας σημαντικών αρχαιολογικών συγγραμμάτων.
Μετά το θάνατο της Πηνελόπης-Ιουλίας Σερπιέρη, ο σύζυγός της Ιωάννης Σερπιέρης, νόμιμος κληρονόμος της Συλλογής, και τα παιδιά τους (Πατρίτσια-Λαυρία συζ. Παπαδημητρίου, Σαβίνα Ι. Σερπιέρη και Φερνάνδος Ι. Σερπιέρης) μερίμνησαν ώστε η συλλογή να δωρηθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπως ήταν άλλωστε επιθυμία του ίδιου του Μ. Βλαστού.
Τον Απρίλιο του 1988, η συλλογή αποδόθηκε τελικά στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου και μεταφέρθηκε τον Μάιο του ίδιου έτους από την Ηώ Ζερβουδάκη, τότε Έφορο της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας.